ζουγλός

ζουγλός
-ή, -ό (Μ ζουγλός, -ή, -όν και ζουγκλός, -ή, -όν)
ανάπηρος στο χέρι ή στο πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ζάγκλον «δρέπανο θερισμού», ενώ κατ' άλλους < ρ. ζουλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζουγλαίνω — (Μ ζουγλαίνω) [ζουγλός] 1. κάνω κάποιον ανάπηρο τραυματίζοντας τον στα άκρα 2. γίνομαι ανάπηρος, παραλύω …   Dictionary of Greek

  • ζουγλοχέρης — α, ικο ανάπηρος στο χέρι, κουλοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουγλός + χέρι] …   Dictionary of Greek

  • ζουγρός — ή, ό κυρτός, καμπουριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μορφική και σημασιολογική ομοιότητα με το ζουγλός* δεν αποκλείει την ετυμολογική τους σύνδεση] …   Dictionary of Greek

  • μαγλινός — μαγλινός, ή, όν (Μ) λείος, ομαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁμαλινός < ὁμαλός με ανάπτυξη γ προ τού λ (πρβλ. ζουλός: ζουγλός, λάρος: γλάρος). Η ανάπτυξη τού γ μπορεί να οφείλεται και σε συμφυρμό ή σε παρετυμολογική σύνδεση τού ὁμαλινός με τη λ. γλήνα*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”